ΜΑΜΑ
BY: WORLD PRISONERS
Συχνά, αναρωτιέμαι, πόσο θα κρατήσουν οι φιλίες, πόσο ισχυρές είναι και που τελικά βασίζονται. Μετρώ και ξανά μετρώ τους φίλους και όλο μου βγαίνουν λιγότεροι μέρα με την μέρα, όμως πάντα μετρώντας τους στα δάχτυλά μου, παραμένει ο άσσος, που δεν είναι άλλος από την μητέρα μου. Το πιο ισχυρό δέσιμο που είχα ποτέ με άνθρωπο και ειλικρινά δεν είναι τυχαίο.
Η αλήθεια είναι, πώς από μικρή είχα αδυναμία στον πατέρα μου, πάντα όταν μάλωνα με την μαμά, έτρεχα στην αγκαλιά του, του ζητούσα να με δικαιολογήσει για τις ζημιές και τις αταξίες μου.
Ουσιαστικά, φοβόμουν την αντίδραση της μητέρας μου, μήπως την θυμώσω και την στεναχωρήσω.
Τα μαλώματα με την μητέρα μου όπως και όλοι με τους μαμάδες μας είναι αμέτρητα, άλλοτε σοβαρά, άλλοτε τόσο ανούσια, που μετά τις φωνές, αγκαλιαζόμαστε και γελάμε μέχρι δακρύων. Ωστόσο, σε αυτά τα σοβαρά μαλώματα, που δακρύζεις, βλαστημάς, θέλεις να βροντήξεις την πόρτα και να φύγεις, εκείνα είναι που σε δένουν περισσότερο και καταλήγεις στο συμπέρασμα πώς αυτά είναι τα πιο γλυκά δάκρυα που έχεις μοιραστεί για άνθρωπο.
Μετά, έρχονται αυτές οι δυνατές, σφιχτές αγκαλιές, τις πιο δύσκολες ώρες, που κρύβεσαι μέσα τους, κουρνιάζεις, ξεσπάς και εκείνο το χάδι στα μαλλιά που είναι το καλύτερο ηρεμιστικό όλου του κόσμου. Αλλά και οι άλλες αγκαλιές, αυτές των επιτυχιών και των χαρών, που χοροπηδάτε σαν μικρά παιδιά, που μοιράζεστε αυτές τις συγκινήσεις. Εκείνη η στιγμή που νιώθεις πώς μοιράζεσαι το μεγαλύτερο συμβάν του πλανήτη με την αδερφή ψυχή σου.
Μα και όταν ξαφνικά το κεφάλι σου κατακλύζεται από ένα σωρό προβληματισμούς και αινίγματα που αναζητάς απεγνωσμένα απαντήσεις, έρχεται η μαμά, αυτή η μαμά που μαλώνεις, που θυμώνεις που αγκαλιάζεις και που μέσα στη μέρα την φωνάζεις για ότι σου έρθει στο μυαλό ακόμα και για το που έβαλες το τάδε μπλουζάκι και κατηγορείς εκείνη. 'Ερχεται, λοιπόν, και σε συμβουλεύει, σκέφτεται μαζί σου, ανησυχεί, μπαίνει στη θέση σου και σου δίνει απλόχερα ένα εκατομμύριο λύσεις, που δεν σου περνούσαν από το μυαλό.
Ξέρεις, είναι η ίδια μαμά, που θα σε περιμένει ξάγρυπνη όλο το βράδυ ενώ θα βρίσκεις χίλιες αναπάντητες στο κινητό, γιατί ανησυχεί λες και θα συμβεί το τέλος του κόσμου. Εντούτοις, είναι η ίδια, κι όμως, η ίδια, που θα σε πάρει τηλέφωνο από ένστικτο όταν δεν θα είσαι καλά και ενώ δεν θα της πεις ούτε μία λέξη, θα σου πει είμαι εδώ και σ'αγαπώ, μετά απ' αυτό όλα μοιάζουν λίγο πιο εύκολα, έτσι δεν είναι;
Αχ, κι' αυτές οι ερωτήσεις, που σε ρωτάει μόνο με βλέμματα και δεν μπορείς να κρυφτείς όσο και να θέλεις, εκείνες που κοκκινίζεις, πρασινίζεις και κιτρινίζεις, αλλά βαθιά μέσα σου ξέρεις πώς εν τέλει θα τις απαντήσεις όλες με λόγια.
Η δική μου μαμά, η δική σου μαμά και όλες οι μαμάδες που μας φτιάχνουν τα πιο νόστιμα φαγητά, αυτές που καθαρίζουν το χάος στο δωμάτιό μας αλλά εμείς πάλι θυμώνουμε γιατί δεν βρίσκουμε τίποτα ενώ είναι μπροστά μας, που θα την ρωτήσουμε τι να φορέσουμε και θα μας βλέπει πάντα κούκλες και κούκλους, που θα τρέχει στις σκάλες να σε προλάβει να σου δώσει ζακέτα, αλλά και εκείνη που δεν πήρες ζακέτα και θα είναι νοσοκόμα 24ώρες το 24ώρο, επειδή αρρώστησες.
Κι' αν δεν είναι η μαμά μας ο σούπερ-ήρωας μας τότε ποιος είναι;
Κι 'αν τελικά δεν είναι η μαμά μας ο καλύτερος μας σύμβουλος τότε ποιος είναι;
Όσο και να το σκεφτούμε, η καρδιά μας και η λογική μας θα δηλώνει δίπλα στη θέση η καλύτερη φίλη, την λέξη μαμά.
Τα χρόνια περάσανε μαμά
Φοβάμαι ακόμα μαμά
Ονειρεύομαι ακόμα μαμά
Σε χρειάζομαι ακόμα μαμά
Θυμάμαι τα τραγούδια στη γιορτή μου
Αστεία, παιχνίδια στην αυλή
Και όταν ήρθε η ώρα πια να φύγω
Έμεινε μονάχα η σιωπή
BY: WORLD PRISONERS